συφιλιδολογία

συφιλιδολογία
η, Ν
κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με την παθολογία, τη διάγνωση και τη θεραπεία τής σύφιλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. syphilology < syphilis (πρβλ. σύφιλις, -ίλιδος) + logy (< -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Σ. Ροσόλιμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συφιλιδολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συφίλίδολογία ή στον συφιλιδολόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. syphilologic < syphilology (πρβλ. συφιλιδολογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”